ondemètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ondemètre | ondemètres |
ondemètre (fr) αρσενικό
- συσκευή μέτρησης του μήκους κύματος μιας ραδιοηλεκτρικής εκπομπής
ενικός | πληθυντικός |
ondemètre | ondemètres |
ondemètre (fr) αρσενικό