on the spot
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
on the spot (en)
- (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
- (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, την ίδια στιγμή, αμέσως
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately