ombrejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ombrejo | ombrejoj |
αιτιατική | ombrejon | ombrejojn |
ombrejo (eo)
- σκιερός τόπος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ombrejo | ombrejoj |
αιτιατική | ombrejon | ombrejojn |
ombrejo (eo)