oleandro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oleandro | oleandroj |
αιτιατική | oleandron | oleandrojn |
oleandro (eo)
- (φυτό) η πικροδάφνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oleandro | oleandroj |
αιτιατική | oleandron | oleandrojn |
oleandro (eo)