Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα okupiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας okupiĝas okupiĝanta okupiĝata
αόριστος okupiĝis okupiĝinta okupiĝita
μέλλοντας okupiĝos okupiĝonta okupiĝota
υποθετική okupiĝus - -
προστακτική okupiĝu - -

okupiĝi (eo) pri