oktobra
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oktobra | oktobraj |
αιτιατική | oktobran | oktobrajn |
oktobra (eo)
- σχετικός με τον Οκτώβριο, οκτωβριανός
- la octobra numero de la revuo - το νούμερο του Οκτωβρίου του περιοδικού