okienko
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
okienko (pl) < υποκοριστικό του okno (pl)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
okienko (pl) ουδέτερο
- το παραθυράκι
- η θυρίδα
okienko (pl) < υποκοριστικό του okno (pl)
okienko (pl) ουδέτερο