Δείτε επίσης: oftigi

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

oftiĝi < oft- + iĝi

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα oftiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας oftiĝas oftiĝanta oftiĝata
αόριστος oftiĝis oftiĝinta oftiĝita
μέλλοντας oftiĝos oftiĝonta oftiĝota
υποθετική oftiĝus - -
προστακτική oftiĝu - -

oftiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

oftigxi, oftighi, oftig'i