Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
officier officiers

  Ετυμολογία επεξεργασία

officier < λατινική officiarius

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

officier (fr) αρσενικό

  1. ο αξιωματικός
  2. ο αξιωματούχος
    Officier d'une charge civile

  Ετυμολογία επεξεργασία

officier < λατινική officiare < officio

  Ρήμα επεξεργασία

officier (fr)

  1. (θρησκεία) ιερουργώ, λειτουργώ
  2. (μεταφορικά) δρω επίσημα

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία