ofendo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ofendo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ofendo | ofendoj |
αιτιατική | ofendon | ofendojn |
ofendo (eo)
- η προσβολή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ofendo | ofendoj |
αιτιατική | ofendon | ofendojn |
ofendo (eo)