obraz
Βοσνιακά (bs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
obraz (bs)
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
obraz (pl) αρσενικό
- (μαθηματικά), (πληροφορική), (κοινά) η εικόνα
- ↪ przedstawił typowe błędy, negatywnie wpływające na jakość obrazu - μας παρουσίασε τυπικά σφάλματα που έχουν αρνητική επίδραση στην ποιότητα της εικόνας
- ↪ wczoraj namalowalem obraz
- ο πίνακας (ζωγραφικής)
- (φυσική) το είδωλο
Συγγενικά επεξεργασία
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
obraz (cs) αρσενικό
- η εικόνα