obese
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | obese |
συγκριτικός | more obese |
υπερθετικός | most obese |
Επίθετο επεξεργασία
obese (en)
- παχύσαρκος
- ↪ They one of the most obese peoples.
- Είναι από τους πιο παχύσαρκους λαούς.
- ↪ They one of the most obese peoples.