Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nonsense nonsenses

  Ετυμολογία επεξεργασία

nonsense < non- + sense

  Ουσιαστικό επεξεργασία

nonsense (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία