neve
Γαλικιανά (gl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
neve (gl)
- (μετεωρολογία) το χιόνι
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
neve | nevi |
neve (it) θηλυκό
- (μετεωρολογία) το χιόνι
Πηγές επεξεργασία
- neve - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
neve (pt)
- (μετεωρολογία) το χιόνι