Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nøtʁ/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
neutre neutres

neutre (fr) αρσενικό ή θηλυκό