Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός near-sighted
συγκριτικός more near-sighted
υπερθετικός most near-sighted

  Ετυμολογία επεξεργασία

near-sighted < near + sighted

  Επίθετο επεξεργασία

near-sighted (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη myopic

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία