native speaker
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
native speaker | native speakers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
native speaker (en)
- (γλωσσολογία) ο φυσικός ομιλητής (μιας γλώσσας), αυτός που έχει ορισμένη γλώσσα ως μητρική του
- ↪ In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.
- Παρά την προφορά, συνεχίζω να ξεχνάω ότι δεν είσαι φυσικός ομιλητής των αγγλικών.
- ↪ In spite of the accent, I keep forgetting you're not a native speaker of English.