naska
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naska | naskaj |
αιτιατική | naskan | naskajn |
naska (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naska | naskaj |
αιτιατική | naskan | naskajn |
naska (eo)