Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nasillement nasillements

nasillement (fr) αρσενικό

  1. η ρινοφωνία
  2. η κραυγή της πάπιας