Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /neɪm/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
name names

name (en)

  1. το όνομα, η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος, ή ζώο ή ένας τόπος
    full name/first and last name - όνομα και επώνυμο
    What is your name?
    Ποιο είναι το όνομά σας;/Πώς σε λένε;/Πώς σας λένε;
    What is his/her name?
    Πώς τον/την λένε;
    a movie based on Zola’s novel of the same name - ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζόλα
  2. (συνήθως ενικός) το όνομα, η καλή ή κακή φήμη
    I’m making a name for myself.
    Δημιουργώ/κάνω όνομα.
    He dragged his name through the mud.
    Κατέστρεψε τη φήμη του.
  3. (πληροφορική) αναγνωριστικό, το όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. (βλ. identifier)
    A name is a label that is used to distinguish one thing from another.
    Το όνομα είναι μια ετικέτα που χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει το ένα πράγμα από το άλλο.

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας name
γ΄ ενικό ενεστώτα names
αόριστος named
παθητική μετοχή named
ενεργητική μετοχή naming

name (en)

  1. ονομάζω, βγάζω
    We will name him Peter, after his grandfather.
    Θα το βγάλουμε Πέτρο, όπως τον παππού του.
     συνώνυμα: call
  2. κατονομάζω, αναφέρω, λέω το όνομα κάποιου ή κάτι
    I am not going to name my sources.
    Δε θα κατονομάσω τις πηγές μου.
    He could not even name one city.
    Δεν μπόρεσε να αναφέρει ούτε μια πόλη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη identify
  3. ορίζω, δηλώνω κάτι ακριβώς
    Name the day/your price.
    Όρισε την ημέρα/την τιμή που θέλεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
  4. διορίζω, επιλέγω κάποιον για δουλειά ή κάποια ευθύνη
    The President named him (as) his chief advisor.
    Ο Πρόεδρος τον διόρισε πρώτο σύμβουλό του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appoint

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία