multiplication
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
multiplication (en) θηλυκό
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
multiplication | multiplications |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
multiplication (fr) θηλυκό
multiplication (en) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
multiplication | multiplications |
multiplication (fr) θηλυκό