motelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motelo | moteloj |
αιτιατική | motelon | motelojn |
motelo (eo)
- το μοτέλ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motelo | moteloj |
αιτιατική | motelon | motelojn |
motelo (eo)