Ετυμολογία

επεξεργασία
monumenta < monument + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική monumenta monumentaj
αιτιατική monumentan monumentajn

monumenta (eo)

la piramidoj estas monumentaj tomboj - οι πυραμίδες είναι μνημειώδεις τάφοι