Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
montre montres

montre (fr) θηλυκό

  1. το ρολόι (χεριού)
    ma montre est arrêtée / avance / retarde - το ρολόι μου έχει σταματήσει / πάει πίσω / πάει μπροστά

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία