mondonaco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondonaco | mondonacoj |
αιτιατική | mondonacon | mondonacojn |
mondonaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondonaco | mondonacoj |
αιτιατική | mondonacon | mondonacojn |
mondonaco (eo)