modern
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | modern |
συγκριτικός | more modern |
υπερθετικός | most modern |
Επίθετο επεξεργασία
modern (en)
- μοντέρνος, σύγχρονος
- ↪ I read modern Greek literature.
- Διαβάζω σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
- ↪ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
- ≈ συνώνυμα: contemporary και current
- ↪ I read modern Greek literature.
Πηγές επεξεργασία
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
modern (de)