Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
modalité modalités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

modalité (fr) θηλυκό

  1. ο τρόπος δράσης
  2. η τροπικότητα

  Πηγές επεξεργασία