mobilisable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mobilisable < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.zabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mobilisable | mobilisables |
mobilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κινητοποιηθεί
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mobilisable | mobilisables |
mobilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό