mnémonique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mne.mɔ.nik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mnémonique | mnémoniques |
mnémonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mnémonique | mnémoniques |
mnémonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό