mizantropo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mizantropo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mizantropo | mizantropoj |
αιτιατική | mizantropon | mizantropojn |
mizantropo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mizantropo | mizantropoj |
αιτιατική | mizantropon | mizantropojn |
mizantropo (eo)