Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

miseror < miser


  Ρήμα επεξεργασία

miseror (la) (αποθετικό ρήμα) (miseror1, miserātus sum, miserārī)

Κλίση επεξεργασία