Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

misanthropique < misanthrope

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
misanthropique misanthropiques

misanthropique (fr) αρσενικό ή θηλυκό