Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mirifique < λατινική mirificus

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mirifique mirifiques

mirifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό