minune
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
minune (ro) θηλυκό
- το θαύμα
Κλίση επεξεργασία
κλίση του minune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o minune | minunea | nişte minuni | minunile |
γενική | a unei minuni | minunii | a unor minuni | minunilor |
δοτική | a unei minuni | minunii | a unor minuni | minunilor |
αιτιατική | o minune | minunea | nişte minuni | minunile |
κλητική | — | - | — | - |