minimise
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | minimise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | minimises |
αόριστος | minimised |
παθητική μετοχή | minimised |
ενεργητική μετοχή | minimising |
Ρήμα επεξεργασία
minimise (en)
- (βρετανική γραφή) του minimize
ενεστώτας | minimise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | minimises |
αόριστος | minimised |
παθητική μετοχή | minimised |
ενεργητική μετοχή | minimising |
minimise (en)