Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
million millions

  Αριθμητικό επεξεργασία

million (en)

  1. το εκατομμύριο, 1 000 000
    five million - πέντε εκατομμύρια
    millions of light years - εκατομμύρια έτη φωτός
    The population of Greece surpassed ten million.
    Ο πληθυσμός της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια.
  2. (ανεπίσημο) το εκατομμύριο, πολύ μεγάλη ποσότητα
    I have to you it millions of times/a million times.
    Σ΄ το έχω πει εκατομμύρια φορές/ένα εκατομμύριο φορές.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
million millions

million (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Αριθμητικό επεξεργασία

million (de)