militistaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | militistaro | militistaroj |
αιτιατική | militistaron | militistarojn |
militistaro (eo)
- στρατός, το σύνολο των στρατιωτών
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | militistaro | militistaroj |
αιτιατική | militistaron | militistarojn |
militistaro (eo)