Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

militant (en)

  1. μαχητής, ιδιαίτερα αντίπαλος του καθεστώτος

  Επίθετο επεξεργασία

militant (en)

  1. μαχητικός