Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
middling
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
middling <
middle
+
-ing
.
Επίθετο
επεξεργασία
middling
(en)
Ο
μέτριος
(από άποψη μεγέθους, βαθμίδας ή ποιότητας).
Συνώνυμα
επεξεργασία
average
fair
mediocre
moderate
modest
second-rate