Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mettable < mettre

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mettable mettables

mettable (fr) αρσενικό ή θηλυκό