metalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metalo | metaloj |
αιτιατική | metalon | metalojn |
metalo (eo)
- το μέταλλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metalo | metaloj |
αιτιατική | metalon | metalojn |
metalo (eo)