meso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- meso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meso | mesoj |
αιτιατική | meson | mesojn |
meso (eo)
- (θρησκεία) η θεία λειτουργία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meso | mesoj |
αιτιατική | meson | mesojn |
meso (eo)