mentoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mentoro | mentoroj |
αιτιατική | mentoron | mentorojn |
mentoro (eo)
- ο οδηγητής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mentoro | mentoroj |
αιτιατική | mentoron | mentorojn |
mentoro (eo)