Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

mental (en)

  1. ψυχικός, πνευματικός, νοητικός, διανοητικός, που συνδέεται ή συμβαίνει στο μυαλό· που περιλαμβάνει τη διαδικασία της σκέψης
    mental gifts/talents - ψυχικά/πνευματικά χαρίσματα
    mental facilities - νοητικές λειτουργίες
    mental ability - διανοητική ικανότητα
  2. ψυχικός, πνευματικός, νοητικός, συνδέεται με την κατάσταση της υγείας του νου ή με τη θεραπεία ασθενειών του νου
    a mental illness - ψυχική ασθένεια
    mental health - ψυχική/πνευματική υγεία
    mental retardation - νοητική καθυστέρηση

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

mental (fr) αρσενικό