Λατινικά (la) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

mensae (la) θηλυκό

  1. γενική και δοτική ενικού του mensa
  2. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του mensa