Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

membreco < membr(e) + eco

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική membreco membrecoj
αιτιατική membrecon membrecojn

membreco (eo)

  • η ιδιότητα του να είναι κανείς μέλος