Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας melt
γ΄ ενικό ενεστώτα melts
αόριστος melted
παθητική μετοχή melted
ενεργητική μετοχή melting

  Ρήμα επεξεργασία

melt (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) λιώνω, η τήξη, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει υγρό ως αποτέλεσμα της θέρμανσης
    The sun melted the ice cream.
    Ο ήλιος έλιωσε το παγωτό.
    There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.

  Πηγές επεξεργασία