Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας measure up
γ΄ ενικό ενεστώτα measures up
αόριστος measured up
παθητική μετοχή measured up
ενεργητική μετοχή measuring up

  Ετυμολογία επεξεργασία

measure up < → δείτε τις λέξεις measure και up

  Ρήμα επεξεργασία

measure up (en)

  • ανταγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός, επιτυχημένος κτλ. όσο αυτό που αναμένεται ή χρειάζεται
    We can’t measure up to them.
    Δεν μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rival

  Πηγές επεξεργασία