maturation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
maturation (en)
- η ωρίμανση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ty.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
maturation (fr) θηλυκό
- η ωρίμανση
maturation (en)
maturation (fr) θηλυκό