Δείτε επίσης: Masse

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

masse < λατινική massa < αρχαία ελληνική μάζα (= ζύμη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mas/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
masse masses

masse (fr) θηλυκό

  1. η μάζα
  2. η βαριά
  3. το ρόπαλο, η βαριοπούλα

Συγγενικά επεξεργασία